- φωτιστικῆς
- φωτιστικόςilluminatingfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
γλόμπος — ο 1. σφαιρικό σώμα 2. σφαιρικό γυάλινο περίβλημα φωτιστικής λυχνίας 3. φρ. «το κεφάλι του είναι γλόμπος» είναι φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. globo < λατ. globus «σφαίρα»] … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
λαμπαδόρος — ο αυτός που χειρίζεται τη μεγάλης φωτιστικής ισχύος λυχνία λέμβου αλιευτικού συγκροτήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπα + δόρος (< βεν. κατάλ. dore), πρβλ. λουστρα δόρος, τρακα δόρος] … Dictionary of Greek
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek
φαρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φάρους 2. φρ. α) «φαρικά τέλη» τέλη που καταβάλλονται από εμπορικά πλοία τα οποία προσορμίζονται και ενεργούν εμπορικές πράξεις σε λιμάνι, όρμο ή ακτή τής Ελλάδας και ονομάστηκαν έτσι λόγω τού ότι… … Dictionary of Greek
άγκα — Με τον όρο αυτό δηλώνονται τα μηχανήματα της φημισμένης σουηδικής βιομηχανίας φάρων ΑGΑ, που χρησιμοποιούνται για τον αυτόματο φωτισμό των ακτών. Τα μηχανήματα αυτά μπορούν να λειτουργούν περισσότερο από έναν χρόνο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη… … Dictionary of Greek